Αμαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμαλία | οι | Αμαλίες |
γενική | της | Αμαλίας | των | Αμαλιών |
αιτιατική | την | Αμαλία | τις | Αμαλίες |
κλητική | Αμαλία | Αμαλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.maˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μα‐λί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αμαλία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αμαλίειο (επωνυμία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αμαλία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)