Αμύντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αμύντας < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αμύντας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αμύντας
|
Αμύντας αρσενικό
|