Αντίφωνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αντίφωνα < αντίφωνα < αρχαία ελληνική ἀντίφωνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Αντίφωνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (θρησκεία) σειρά χριστιανικών φράσεων και εκκλησιαστικών στοίχων που ψάλλονται διαδοχικά κατ΄ αντιφωνία από τους δύο χορούς στις ιερουργίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • τα αντίφωνα είναι τρία που το καθένα επαναλαμβάνεται από ένα ύμνο τον καλούμενο εφύμνιο.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]