Αντιόπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αντιόπη < αρχαία ελληνική Ἀντιόπη < αντί + όψη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αντιόπη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αντιόπη
|