Αξάκοφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αξάκοφ < μεταγραφή για τη ρωσική Аксаков (Aksákov)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αξάκοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Αξάκοβα)