Απεραθίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Απεραθίτης < Απείρανθος + -ιτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Απεραθίτης, ή Απειραθίτης αρσενικό, θηλυκό Απεραθίτισσα, ή Απειραθίτισσα,
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από την Απείρανθο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Απεραθίτης
|