Αραχοβίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αραχοβίτισσα < Αραχοβίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾa.xoˈvi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρα‐χο‐βί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αραχοβίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αραχοβίτης
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αραχοβίτικος
- → και δείτε τη λέξη Αράχοβα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αραχοβίτης
Αραχοβίτισσα
|