Αργυρόφθαλμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αργυρόφθαλμος < αργυρ(ός) + -ό- + (ο)φθαλμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.ʝiˈɾo.fθal.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐γυ‐ρό‐φθαλ‐μος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αργυρόφθαλμος αρσενικό (θηλυκό Αργυρόφθαλμου)