Αριστούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αριστούλα | οι | Αριστούλες |
γενική | της | Αριστούλας | — | |
αιτιατική | την | Αριστούλα | τις | Αριστούλες |
κλητική | Αριστούλα | Αριστούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αριστούλα < Αριστ(έα) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αριστούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αριστέα
Αριστούλα
|