Αρκιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αρκιώτης | οι | Αρκιώτες |
γενική | του | Αρκιώτη | των | Αρκιωτών |
αιτιατική | τον | Αρκιώτη | τους | Αρκιώτες |
κλητική | Αρκιώτη | Αρκιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αρκιώτης αρσενικό (θηλυκό Αρκιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τους Αρκιούς, νησιού κοντά στην Πάτμο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αρκιώτης
|