Ασπρούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ασπρούδα < άσπρ(ος) + -ούδα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ασπρούδα θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • στον πληθυντικό "Ασπρούδες" χαρακτηρίζονται υπο-ποικιλίες στα επιμέρους Κυκλαδονήσια: π.χ. Ασπρούδα Πάρου, Ασπρούδα Νάξου, Τήνου κ.α.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]