Ασύρτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ασύρτικο < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ασύρτικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) κλασική ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται σχεδόν σε όλη την Μεσόγειο, κατάγεται από την Σαντορίνη απ΄ όπου και εξαπλώθηκε η καλλιέργειά της, παράγει λευκό κρασί και κυρίως λιαστό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ασύρτικο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ασύρτικο
|