Ατατούρκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ατατούρκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική Atatürk < ata (πατέρας) + Türk (Τούρκος). Κυριολεκτικά «πατέρας των Τούρκων»

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.taˈtuɾk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐τα‐τούρκ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ατατούρκ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]