Αφαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αφαία | οι | Αφαίες |
γενική | της | Αφαίας | των | Αφαιών |
αιτιατική | την | Αφαία | τις | Αφαίες |
κλητική | Αφαία | Αφαίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αφαία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀφαία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐φαί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αφαία θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)