Αφιδνιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αφιδνιώτισσα < Αφιδνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fiðˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐φιδ‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αφιδνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αφιδνιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Αφίδνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αφιδνιώτης
Αφιδνιώτισσα
|