Αχελώος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Αχελώος
      γενική του Αχελώου
    αιτιατική τον Αχελώο
     κλητική Αχελώε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αχελώος < αρχαία ελληνική Ἀχελῷος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.çeˈlo.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐χε‐λώ‐ος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αχελώος αρσενικό

  • ο δεύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας, που πηγάζει από την οροσειρά της Πίνδου και εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος
    ※  Ασπροπόταμος, άσπρο ποτάμι, γιατί το νερό του κυλάει πεντακάθαρο στη γεμάτη από κάτασπρα χαλίκια κοίτη του, σ’ αντίθεση με τα θολά ποτάμια, που γίνονται τέτοια από τα χώματα και τις λάσπες, που παρασύρουν ή που έχουν στα νερά τους. Έτσι ονομάστηκε ο ποταμός Αχελώος από τους κατοίκους των χωριών της Πίνδου, και στο μεν αρσενικό γένος το όνομα «Ασπροπόταμος» σημαίνει το ποτάμι Αχελώος, στο ουδέτερο όμως γένος «Ασπροπόταμο», σημαίνει τα ασπροποταμίτικα χωριά, που κτίστηκαν γύρω και κοντά στις πηγές του και που αργότερα θα αποτελέσουν ιδιαίτερο αρματολίκι, το αρματολίκι του Ασπροπόταμου. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 23.)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)