Αχλαδερή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αχλαδερή οι Αχλαδερές
      γενική της Αχλαδερής των Αχλαδερών
    αιτιατική την Αχλαδερή τις Αχλαδερές
     κλητική Αχλαδερή Αχλαδερές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αχλαδερή < αχλαδιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.xla.ðeˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐χλα‐δε‐ρή

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αχλαδερή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]