Βάσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.sça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βά‐σια

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βάσια οι Βάσιες
      γενική της Βάσιας
    αιτιατική τη Βάσια τις Βάσιες
     κλητική Βάσια Βάσιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάσια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βάσια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Βάσια < απροσάρμοστο δάνειο από... λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βάσια αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
Βάσια: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Βάσια αρσενικό