Βέρνων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βέρνων < (λόγιο δάνειο) αγγλική Vernon

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βέρνων αρσενικό (καθαρεύουσα)