Βαβέλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαβέλ θηλυκό άκλιτο
- (Παλαιά Διαθήκη) η πόλη και ο πύργος όπου συνέβη η σύγχυση των γλωσσών σύμφωνα με την Βίβλο
- (μεταφορικά) η ασυνεννοησία
- Άντε να βγάλεις άκρη... Εδώ πέρα γίνεται της Βαβέλ!