Βαλαριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.laɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐λα‐ριώ‐της
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαλαριώτης αρσενικό (θηλυκό Βαλαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από το Βαλάρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Βαλάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βαλαριώτης
|