Βαμβάκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βαμβάκη < γενική ενικού του αρσενικού Βαμβάκης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaɱˈva.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαμ‐βά‐κη
- ομόηχο: βαμβάκι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βαμβάκη θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Βαμβάκη αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βαμβάκης