Βαρβαρούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαρβαρούλα οι Βαρβαρούλες
      γενική της Βαρβαρούλας
    αιτιατική τη Βαρβαρούλα τις Βαρβαρούλες
     κλητική Βαρβαρούλα Βαρβαρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βαρβαρούλα < Βαρβάρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βαρβαρούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαρβάρα