Βασιλικούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασιλικούλα οι Βασιλικούλες
      γενική της Βασιλικούλας
    αιτιατική τη Βασιλικούλα τις Βασιλικούλες
     κλητική Βασιλικούλα Βασιλικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βασιλικούλα < Βασιλικ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βασιλικούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βασιλική