Βατερλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βατερλό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βατερλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική Waterloo (< μέση ολλανδική water + loo)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.teɾˈlo/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βατερλό ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • Βατερλώ (παλιότερη, συνηθισμένη γραφή, με μεταγραμματισμό του γαλλικού ⟨oo⟩ > ⟨ω⟩)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]