Βιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βιώτης οἱ Βιῶται
      γενική τοῦ Βιώτου τῶν Βιωτῶν
      δοτική τῷ Βιώτ τοῖς Βιώταις
    αιτιατική τὸν Βιώτην τοὺς Βιώτᾱς
     κλητική ! Βιῶτ Βιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βιώτ
γεν-δοτ τοῖν  Βιώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βιώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βιώτης αρσενικό