Βλαχοκάτουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βλαχοκάτουνο | τα | Βλαχοκάτουνα |
γενική | του | Βλαχοκάτουνου | των | Βλαχοκάτουνων |
αιτιατική | το | Βλαχοκάτουνο | τα | Βλαχοκάτουνα |
κλητική | Βλαχοκάτουνο | Βλαχοκάτουνα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βλαχοκάτουνο < καθαρεύουσα Βλαχοκάτουνον < βλαχο- + κατούν(α) + -ον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vla.xoˈka.tu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλα‐χο‐κά‐του‐νο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βλαχοκάτουνο ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Τρικόρφου[1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βλαχοκάτουνο
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα βλαχο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)