Βοῶπις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βοῶπις < βοῶπις < βοῦς, βοο- + ὤψ (κυριολεκτικά: αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή που έχει μεγάλα μάτια)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βοῶπις θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- εἰς Βοῶπιν τἠν ἑταίραν (Παλατινή Ανθολογία, 5.22)