Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος < Βρύσων + -ο- + Θρασύμαχ(ος) + -ειο(ς) + ληψι- (λαμβάνω) + κέρμα, κερματ- + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος, -ος, -ον
- που λαμβάνει κέρματα, όπως κάνει ο Βρύσωνκαι ο Θρασύμαχος ([Ephipp.] Έφιππος, κωμικός (4ος αιώνας πκε), 14.3.)
Κλίση
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος | τὸ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματον | οἱ, αἱ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματοι | τὰ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματα |
Γενική | τοῦ, τῆς Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτου | τοῦ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτου | τῶν Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων | τῶν Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων |
Δοτική | τῷ, τῇ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτῳ | τῷ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτῳ | τοῖς, ταῖς Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτοις | τοῖς Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματον | τὸ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματον | τοὺς, τὰς Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτους | τὰ Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματα |
Κλητική | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματε | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματον | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματοι | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτω | |||
Γενική-Δοτική | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτοιν |
Πηγές
[επεξεργασία]- Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.