Βόσσαρις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βόσσαρις < Μπότσαρης, με «διόρθωση» [b] > [v] & [ts] > [ss], και αντικατάσταση της κατάληξης -ης με την αρχαιοπρεπή -ις

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βόσσαρις αρσενικό, γεν. τοῦ Βοσσάρεως