Γκιλιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκιλιάνα | οι | Γκιλιάνες |
γενική | της | Γκιλιάνας | — | |
αιτιατική | την | Γκιλιάνα | τις | Γκιλιάνες |
κλητική | Γκιλιάνα | Γκιλιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γκιλιάνα < μεταγραφή για την ισπανική Giuliana < ιταλική γλώσσα Giuliana
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Γκιλιάνα θηλυκό