Γκλίγκοροφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γκλίγκοροφ < μεταγραφή για τη σλαβομακεδονική Глигороф (Glígorov)· μορφολογικά αναλύεται σε Γκλίγκορ + -οφ
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Γκλίγκοροφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Γκλιγκόροβα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Γκλιγκόροφ (βουλγαρικό επώνυμο)