Γραμματικούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γραμματικούλα | οι | Γραμματικούλες |
γενική | της | Γραμματικούλας | — | |
αιτιατική | τη | Γραμματικούλα | τις | Γραμματικούλες |
κλητική | Γραμματικούλα | Γραμματικούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γραμματικούλα < Γραμματικ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γραμματικούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γραμματική
Γραμματικούλα
|