Δαίρπφελδ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δαίρπφελδ < (καθαρεύουσα) Δαῖρπφελδ, μεταγραφή για τη γερμανική Dörpfeld, από το επώνυμο του Γερμανού αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Wilhelm Dörpfeld (Βίλχελμ Ντέρπφελντ, 1853-1940)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δαίρπφελδ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- γερμανικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), μη απλοποιημένη γραφή του Ντέρπφελντ, με επιπλέον «διόρθωση» [d] > [ð]
- (ειδικότερα, ιστορία, αρχαιολογία) ο Γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Wilhelm Dörpfeld, που δραστηριοποιήθηκε και έζησε στην Ελλάδα, γνωστός -μεταξύ άλλων- για τη θεωρία πως η ομηρική Ιθάκη βρισκόταν στη Λευκάδα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Νταίρπφελντ (μη απλοποιημένη, αλλά χωρίς «διόρθωση» [d] > [ð])
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταγραφές
[επεξεργασία]ως επώνυμο από τα ελληνικά:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Δαίρπφελδ
|