Δομοκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δομοκός | οι | Δομοκοί |
γενική | του | Δομοκού | των | Δομοκών |
αιτιατική | τον | Δομοκό | τους | Δομοκούς |
κλητική | Δομοκέ | Δομοκοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δομοκός < αρχαία ελληνική Θαυμακός < Θαυμακία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.moˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δο‐μο‐κός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δομοκός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Δομοκός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Χατζιδάκις, Γεώργιος (1892). Einleitung in die neugriechische Grammatik. Leipzig: Breitkopf & Härtel. σελ. 437. https://archive.org/details/einleitungindien00hatz/page/436/mode/2up?view=theater.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)