Δρακουμέλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δρακουμέλ < απόδοση για τη γαλλική Gargamel, αρσενικό του Gargamelle, χαρακτήρα από τα έργα του Ραμπελέ, της μητέρας του Γαργαντούα. (Δείτε την ισπανική garganta και γαργάρα). Μορφολογικά, δράκου(λας) + η γαλλική κατάληξη -mel > -μέλ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δρακουμέλ αρσενικό, άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]