Δωρούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δωρούλα | οι | Δωρούλες |
γενική | της | Δωρούλας | — | |
αιτιατική | τη | Δωρούλα | τις | Δωρούλες |
κλητική | Δωρούλα | Δωρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δωρούλα < Δώρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → δείτε τη λέξη Θεοδώρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δωρούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δώρα
Δωρούλα
|