Επίκτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Επίκτητος < αρχαία ελληνική Ἐπίκτητος < ἐπίκτητος (αυτός που αποκτήθηκε επιπλέον)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Επίκτητος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Επίκτητος
|