Ετεοκλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ετεοκλής < αρχαία ελληνική Ἐτεοκλῆς < ἐτεός + -κλής
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ετεοκλής αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ετεοκλής στη Βικιπαίδεια