Ευδοκούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευδοκούλα οι Ευδοκούλες
      γενική της Ευδοκούλας
    αιτιατική την Ευδοκούλα τις Ευδοκούλες
     κλητική Ευδοκούλα Ευδοκούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ευδοκούλα < Ευδοκ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ευδοκούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευδοκία