Ευσέβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ευσέβιος < αρχαία ελληνική Εὐσέβιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /efˈse.vi.os/
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ευσέβιος αρσενικό (θηλυκό: Ευσεβία ή Ευσεβεία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ευσέβιος