Ευσταθούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευσταθούλα | οι | Ευσταθούλες |
γενική | της | Ευσταθούλας | — | |
αιτιατική | την | Ευσταθούλα | τις | Ευσταθούλες |
κλητική | Ευσταθούλα | Ευσταθούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ευσταθούλα < Ευσταθ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ευσταθούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευσταθία
Ευσταθούλα
|