Ευστρατούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευστρατούλα | οι | Ευστρατούλες |
γενική | της | Ευστρατούλας | — | |
αιτιατική | την | Ευστρατούλα | τις | Ευστρατούλες |
κλητική | Ευστρατούλα | Ευστρατούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ευστρατούλα < Ευστρατ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τις λέξεις Στράτος και Ευστράτιος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ευστρατούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευστρατία
Ευστρατούλα
|