Ζηλευτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ζηλευτό τα Ζηλευτά
      γενική του Ζηλευτού των Ζηλευτών
    αιτιατική το Ζηλευτό τα Ζηλευτά
     κλητική Ζηλευτό Ζηλευτά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ζηλευτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζηλευτός → και δείτε τη λέξη Ζηλευτόν (καθαρεύουσα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zi.leˈfto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζη‐λευ‐τό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ζηλευτό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]