Θωτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Θωτ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Θωτ αρσενικό άκλιτο
- (αιγυπτιακή μυθολογία) ο θεός των αρχαίων Αιγυπτίων Θωθ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Θωτ
→ δείτε τη λέξη Θωθ |