Ιερουσαλήμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ιερουσαλήμ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή יְרוּשָׁלַיִם‬ (Yerushaláyim). Συγκρίνετε και με την ελληνιστική λέξη Ἱεροσόλυμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.e.ɾu.saˈlim/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ιερουσαλήμ θηλυκό άκλιτο

  1. η μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ, με τμήμα της θεωρούμενο ως κατεχόμενο έδαφος της Παλαιστίνης
  2. (πολύ σπάνιο) γυναικείο όνομα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]