Ιθακήσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ιθακήσιος < Ιθάκη + -σιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ιθακήσιος αρσενικό, θηλυκό Ιθακήσια

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Ιθάκη
  2. (μεταφορικά) (καβαφικά) ο ταξιδιώτης σε πορεία επίτευξης του ονείρου του, που αποκτά εμπειρίες και γνώσεις στην διαδρομή την οποία απολαμβάνει || αυτός που έχει σαφέστατο στόχο, αλλά-μα όμως δεν βιάζεται να τον εκπληρώσει πριν γνωρίσει τον κόσμο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]