Κάρλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κάρλα οι Κάρλες
      γενική της Κάρλας
    αιτιατική την Κάρλα τις Κάρλες
     κλητική Κάρλα Κάρλες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Κάρλα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης gârlă (ποταμάκι, ρυάκι) ή < σλαβικής προέλευσης гърло (gǎ̀rlo, λαιμός) < πρωτοσλαβική *gъrdlo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷr̥h₃-dʰlom (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάρλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Κάρλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Carla, θηλυκό του Carlo

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάρλα θηλυκό κλιτό ή άκλιτο