Κάρνωψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κάρνωψ οἱ Κάρνωπες
      γενική τοῦ Κάρνωπος τῶν Καρνώπων
      δοτική τῷ Κάρνωπ τοῖς Κάρνωψ(ν)
    αιτιατική τὸν Κάρνωπ τοὺς Κάρνωπᾰς
     κλητική ! Κάρνωψ Κάρνωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κάρνωπε
γεν-δοτ τοῖν  Καρνώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κάρνωψ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάρνωψ αρσενικό η γενική -ωπος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)