Κάρπαθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κάρπαθος
      γενική της Καρπάθου
    αιτιατική την Κάρπαθο
     κλητική Κάρπαθε (Κάρπαθο)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κάρπαθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κάρπαθος, Κράπαθος < προελληνική , αβέβαιης ετυμολογίας[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkaɾ.pa.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κάρ‐πα‐θος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάρπαθος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κάρπαθος
      γενική τῆς Καρπάθου
      δοτική τῇ Καρπάθ
    αιτιατική τὴν Κάρπαθον
     κλητική ! Κάρπαθε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κάρπαθος < προελληνική , αβέβαιης ετυμολογίας[1]. Πιθανόν συνδέεται με το φυτό κάρπασον, λέξη μεσογειακής αρχής με εναλλαγή των [θ] και [s]. Δείτε και Καρπασία (της Κύπρου). Δεν σχετίζεται με τη λέξη κάρπασος[2]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάρπαθος θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. λήμμα «κάρπασον» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.